"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Η φιλοσοφική μελαγχολία του Βιζυηνού

       Για τον φιλόσοφο Βιζυηνό ελάχιστα έχουν γραφτεί.Αλλά μήπως έχουν γραφτεί αρκετά για το λογοτέχνη; Μόνον ο Δημαράς, που δυσκολεύεται να αξιολογήσει σωστά τους σημαντικούς καθαρευουσιάνους πεζογράφους μας - Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό - του αφιερώνει μια μικρή, σχεδόν περιφρονητική παράγραφο. Τα τελευταία χρόνια χάρη σε μερικούς μελετητές - Μουλλά, Αθανασόπουλο - αρχίζει, με εκατό χρόνια καθυστέρηση, η εποχή της αναγνώρισης.
       Μπορούμε να αποκαλέσουμε τον Βιζυηνό φιλόσοφο; Ο προσδιορισμός αυτός θα μπορούσε να σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτα τον δημιουργικό στοχαστή που επινόησε καινούργιες σκέψεις-κλειδιά για την ερμηνεία των πραγμάτων, που - ενδεχομένως - επεξεργάστηκε ένα καινούργιο κοσμοείδωλο. Με αυτή την έννοια, ο Βιζυηνός δεν ήταν φιλόσοφος. Δεν μας άφησε κάτι το πρωτότυπο στον χώρο των ιδεών, που να δικαιολογεί έναν παρόμοιο χαρακτηρισμό, πράγμα φυσικό αν σκεφθεί κανένας το ιδεολογικό τοπίο του ελληνικού 19ου αιώνα - που δεν έχει να επιδείξει κανένα πραγματικό φιλόσοφο.
       Όπως παρατηρεί ο Ε. Π. Παπανούτσος, "...ήταν αναπόφευκτο, τόσο στη φιλοσοφία, όσο και στις άλλες επιστήμες και τέχνες, να γίνουμε εδώ στην Ελλάδα (την πρώτη εκατονταετία της πολιτικής μας ελευθερίας) επαρχία της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, περιοχή δηλαδή πνευματικά ετερόφωτη και συνειδητά μαθητεύουσα στα ξένα πρότυπα, ...ενώ η γενικότερα επιστημονική και ειδικότερα φιλοσοφική μας γραμματεία έχει κατά το χρονικό αυτό διάστημα περισσότερο τον διδακτικό και λιγότερο τον καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα. Η πρωτοτυπία και η δημιουργία στην σφαίρα του πνεύματος προϋποθέτει όχι μόνο μεγαλοφυΐες (που άλλωστε παντού και πάντοτε σπανίζουν) αλλά και υψηλό επίπεδο γενικής παιδείας, όπου το κοινωνικό σύνολο φτάνει με επίπονες προσπάθειες μέσα σε ευνοϊκούς όρους οικονομικής ζωής και ύστερα από μακρούς χρόνους ελεύθερου βίου".
       Δεύτερη έννοια της λέξης φιλόσοφος: μελετητής της φιλοσοφίας, ακαδημαϊκός δάσκαλος, καθηγητής της ιστορίας της και των υποδιαιρέσεών της (ηθική, αισθητική και - τότε - ψυχολογία). Με αυτή την έννοια ο Βιζυηνός υπήρξε φιλόσοφος και σίγουρα από τους καλύτερους της εποχής του, στην χώρα του. Τα συγγράμματά του το πιστοποιούν. "Οι σύντομες πραγματείες που μας άφησε" γράφει ο Παπανούτσος "απάνω σε φιλοσοφικά θέματα, δείχνουν στέρεο θεωρητικόν οπλισμό και οξύ ερευνητικό νου." Και πιο πάνω: "Πραγματικά υπήρξε μεγάλο ατύχημα για την κίνηση των φιλοσοφικών ιδεών στην νέαν Ελλάδα το γεγονός ότι ο Γ. Βιζυηνός δεν εσταδιοδρόμησε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και, για λόγους κυρίως υγείας, εγκατέλειψε τις εργασίες του τις ψυχολογικές και αισθητικές".
       Υπάρχει όμως και μια τρίτη, λιγότερο κυριολεκτική σημασία της λέξης φιλόσοφος. Υπονοεί τον άνθρωπο που χωρίς να είναι συστηματικός στοχαστής έχει μια συγκροτημένη άποψη για τον κόσμο - και ιδιαίτερα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Συνήθως στην περίπτωση αυτή μιλάμε όχι για φιλόσοφο αλλά για `φιλοσοφημένο' (π.χ. συγγραφέα), και αναφερόμαστε σε βιοθεωρία (σε αντίθεση με την συστηματική κοσμοθεωρία). Η θεωρία αυτή υπάρχει σε κάθε σημαντικό δημιουργό και, τις περισσότερες φορές, δεν διατυπώνεται άμεσα αλλά προκύπτει έμμεσα από την ανάλυση του έργου του.
       Όταν αντιμετωπίζει κανείς έναν συγγραφέα που υπήρξε φιλόσοφος με την δεύτερη έννοια είναι σίγουρα ερεθιστικό να ερευνήσει αν υπήρξε και με την τρίτη - αν δηλαδή από το έργο του προκύπτει μια συνεκτική βιοθεωρία - και να αντιπαραβάλλει τις δύο ιδεολογικές παρουσίες του. Πόσο ο μελετητής και δάσκαλος της φιλοσοφίας επηρεάζει τον συγγραφέα - και πού;
       Η κ. Ποταμιανου-Παλλαντίου γράφει σχετικά: "Η φιλοσοφία έδωσε στην ταραγμένη ψυχή του Βιζυηνού, όχι μόνον ένα τρόπο σκέψης αλλά και ένα τρόπο διαφυγής από την οδύνη της καλλιτεχνικής πρακτικής της δημιουργίας μέσα από την λογοτεχνική έκφραση: ακόμα περισσότερο που στην περίπτωσή του, το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο του, συνεστήθη άμεσα από τα βιώματα και τα πρόσωπα της ζωής του, έτσι, ώστε τα διηγήματά του - που διαμορφώθηκαν στην προοπτική της επεξεργασίας των βιωματικών καταστάσεων και των "συνειδητών προσωπικών μύθων" του - να καθίστανται αποκλειστικός παράγοντας αλληλοπροσδιορισμού της ζωής και του έργου του.
       Πραγματικά, η διάσταση είναι έντονη: από την μια πλευρά η πιο συγκινησιακά φορτισμένη λογοτεχνική γραφή κι από την άλλη στεγνός "θετικιστικός προσανατολισμός" και "αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος".Στην περίπτωση του Βιζυηνού νομίζεις πως έχεις να κάνεις με δύο ξεχωριστά άτομα. Πού ταιριάζει ο τρυφερός και σοφός αφηγητής της ιστορίας του παππού ("Το μόνον της ζωής του ταξίδιον") με τον στεγνό δάσκαλο του εγχειριδίου "Ψυχολογικαί μελέται επί του Καλού" που αναφέρεται σε έργα τέχνης όχι εκ των ένδον - με τον τρόπο του δημιουργού - αλλά με την ψυχρή αδιαφορία του ανατόμου και καταλογογράφου;

         Μια άλλη εξήγηση, εκτός από την ψυχολογική, είναι πως ο Βιζυηνός έβλεπε την φιλοσοφία σαν αντικείμενο σταδιοδρομίας και μόνο. Προσπαθούσε λοιπόν να μιμηθεί το τρέχον ακαδημαϊκό ύφος για να προσαρμοσθεί στα κρατούντα και να αρέσει στους πανεπιστημιακούς κριτές. Το ίδιο δεν είχε κάνει άλλωστε στα νιάτα του με τους ποιητικούς διαγωνισμούς; Είναι πολύ πιθανό, στην ανάγκη του για αναγνώριση και οικονομική εξασφάλιση, να υποδύθηκε ένα πρόσωπο που του ήταν εντελώς ξένο. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του καλόν ηθοποιό, κι ίσως εδώ να το απέδειξε.
         Στο έργο του Βιζυηνού κυριαρχεί μια τραγική, σκοτεινή μοίρα, η οποία ταιριάζει απόλυτα με ένα φιλοσοφικό σύστημα που κυριαρχούσε στην Γερμανία την εποχή που σπούδαζε εκεί - ένα σύστημα στο οποίο, ούτε ο ίδιος αναφέρεται, ούτε άλλος κανείς το έχει συνδέσει μαζί του. Κανένα κείμενό του δεν έχει happy end, κανένας ήρωάς του δεν είναι ευτυχισμένος.
        Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος γράφει: "O Βιζυηνός είναι ένας θλιμμένος ή πικραμένος πεζογράφος". "Υπάρχει ακόμη ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης..." Την παρουσία του θανάτου, "βίαιου και άδικου", σημειώνει σαν leit-motiv του έργου και ο Μουλλάς: "..ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη να συνθέσει την 'Νέκυϊά' της, επιστρέφοντας διαρκώς σ' ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου". Και παρακάτω: "Αυτή την παρουσία του θανάτου θα την βρούμε ακόμα και στους τίτλους των τριών από τα έξη διηγήματα του Βιζυηνού". Τα ίδια (ίσως και χειρότερα) ισχύουν για τον Βιζυηνό ποιητή.
       Και αν μεν στην ποίηση, πολλά μπορούν να αποδοθούν σε ρομαντικές επιδράσεις, στο διήγημα, όπου (με μία εξαίρεση) ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος μας ρεαλιστής, οι ρίζες του σκότους είναι πολύ πιο βαθιές. Ο Αθανασόπουλος γράφει για τα "τέσσερα μοτίβα της απελπισίας" που πρωτοεμφανίζονται στο πρώτο (χρονολογικά) διήγημα του συγγραφέα ("Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας") και "...θα ριζώσουν είτε στην ζωή του συγγραφέα ως έμμονη ιδέα, είτε ως αφηγηματικά μοτίβα μέσα στο έργο του."  Σε τελευταία ανάλυση τα τέσσερα αυτά θέματα συνενώνονται σε ένα - το θέμα της "διπλής πραγματικότητας" και της ματαίωσης ή διάψευσης που αυτή επιφέρει. Η σύγκρουση της μιας πραγματικότητας με την άλλη (και δεν ξέρω ποια θα έβαζα εντός εισαγωγικών -την επιθυμητή ή την ανεπιθύμητη) φέρνει στην καλύτερη περίπτωση απογοήτευση και πίκρα - στην χειρότερη καταστροφή και εκμηδένιση.
       Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της βιοθεωρίας του Βιζυηνού - ο βαθύς πεσιμισμός και η διπλή πραγματικότητα - θυμίζουν την φιλοσοφία του Arthur Schopenhauer.Δεν υπάρχει  καμία ένδειξη ότι ο Βιζυηνός είχε διαβάσει Schopenhauer. Ήταν όμως πολύ πιθανό - μια και βρέθηκε στην Γερμανία ακριβώς την ίδια χρονιά που κυκλοφορούσε το περίφημο δοκίμιο του Nietzsche: "Ο Schopenhauer ως παιδαγωγός". Τότε ομολογούσε ότι: "Ανήκω στους αναγνώστες του Schopenhauer, που, αφού διάβασαν την πρώτη του σελίδα, γνώριζαν με ακρίβεια ότι θα διαβάσουν όλες τις σελίδες και θα αφουγκραστούν κάθε μία λέξη που έχει αρθρώσει. Η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν δημιουργήθηκε αμέσως και παραμένει και τώρα η ίδια όπως πριν εννέα χρόνια."
        Είναι γεγονός πως κυρίως τα διηγήματα του Βιζυηνού αποτελούν σε πολλά σημεία πιστή αποτύπωση των ιδεών του Schopenhauer στην λογοτεχνία.Ο κόσμος του Schopenhauer είναι ο κατ' εξοχήν κόσμος της διπλής πραγματικότητας. Ήδη ο τίτλος του βιβλίου του μιλάει για τον κόσμο με δύο μορφές: σαν βούληση και σαν παράσταση. Η Γερμανική λέξη Vorstellung σημαίνει παράσταση και με τις δύο έννοιες - όχι μόνο εικόνα του νου αλλά και παράσταση θεάτρου. Μια παράσταση που, όπως θα δούμε, λοιδορεί τους θεατές.
       Ξεκινώντας από τον Κant και την διαπίστωσή του ότι "ο κόσμος είναι παράστασή μου" ο Schopenhauer δίνει στην κλασική Καντιανή διάκριση ανάμεσα στα φαινόμενα και τα νοούμενα ένα νέο νόημα. Δέχεται ως παράσταση τον κόσμο των φαινομένων, τον υποκείμενο στις κατηγορίες της νόησής μας . Όμως το ανεξερεύνητο νοούμενον, τα 'πράγμα καθ'αυτό' του Kant, εδώ δεν μένει απροσπέλαστο, αρνητικά μόνο καθορισμένο. Καθορίζεται θετικά, χαρακτηρίζεται ως βούληση και αποτελεί την πραγματική όψη του όντος. Είναι το τμήμα του εαυτού μας που δεν αντικειμενοποιείται, βιώνεται άμεσα, και δρα τυφλά, παρορμητικά και ασυνείδητα.
       Ο νους λοιπόν κατασκευάζει μια πραγματικότητα (παράσταση) που είναι μόνο πρόσοψη, φενάκη, παγίδα. Πρόκειται για απλές αντικειμενοποιήσεις της βούλησης. Πίσω τους βράζει η βουβή, παντοδύναμη βούληση, που ορίζει τα πάντα. Σαν πράγμα καθ' αυτό είναι ενιαία και αδιαίρετη, όμως έχει πολλές επί μέρους εκφάνσεις στην φύση (εξέλιξη, μαγνητισμός, έλξη, ένστικτο).
       Η βούληση είναι κάτι σαν την αρχαία μοίρα. Μια τυφλή, βίαιη παρορμητική δύναμη που δεν ξέρει καλό μήτε κακό. Ακολουθεί τους δικούς της σκοπούς, αγνοεί την μεμονωμένη ύπαρξη - άνθρωπο ή μυρμήγκι. Στα χέρια της είμαστε όλοι αθύρματα. Αλέθει ελπίδες και όνειρα, συντρίβει σκοπούς και στόχους. Ο μισογύνης Schopenhauer εξηγεί την ομορφιά των γυναικών σαν παγίδα - που την μετέρχεται η φύση για να προωθήσει τους σκοπούς της, την διαιώνιση του είδους.
       Οι διαφυγές είναι δύο. Ο Schopenhauer τις δανείζεται την μία από τον Πλάτωνα, την άλλη από τον Βούδα. Υπάρχουν παραστάσεις (σαν τις πλατωνικές Ιδέες) που δεν υπόκεινται στον νόμο της αιτιότητας. Δεν τις προσεγγίζουμε με τις αισθήσεις και τον νου - όπως τις άλλες παραστάσεις - αλλά με θέαση, βαθύ διαλογισμό. Αποτελούν το αντικείμενο της τέχνης. Οι τέχνες μπορούν να σώσουν το αιώνιο μέσα στα φαινόμενα. Ιδιαίτερα η μουσική που για τον Schopenhauer. μπορεί μόνη αυτή να συλλάβει και να απεικονίσει την καθαρή βούληση.

         Για όσους δεν μπορούν να λυτρωθούν με την τέχνη υπάρχει πάντα η κλασική Βουδιστική συνταγή. Αν η ζωή είναι πόνος - ακυρώστε την ζωή. Ακυρώνω την ζωή αν πάψω να επιθυμώ, να προσκολλώμαι, να ελπίζω. Αιτία του ατομικού πόνου είναι η εξατομίκευση της βούλησης. Αρνούμαι την βούληση και επιστρέφω από το είναι στο μηδέν. Ασκητισμός και συμπόνια είναι το απόσταγμα της σοφίας.
      Διάψευση, απογοήτευση, πίκρα - το γέλιο της Μάσιγγας, ο Μοσκώβ-Σελήμ που περιμένει (και τρέμει) το ανέφικτο, ο παππούς που δεν ταξίδεψε ποτέ παρά μόνο στον άλλο κόσμο, ο Πασχάλης, ο Κιαμήλης, η μάνα Μηχαλιέσα - ένας συρφετός από ανθρώπους που μια μοίρα αδυσώπητη τους αλέθει ανάλγητα. Καμία ελπίδα πουθενά, ούτε δικαιοσύνη, πλήρης απουσία Θεού. Και η θρήσκα μάνα, που έταζε το άρρωστο παιδί στην εκκλησία (χωρίς αποτέλεσμα) στο τέλος συγχωρεί εκείνη τον Πατριάρχη, τον εκπρόσωπο του Υψίστου.   
      Ίσως ο Βιζυηνός να είναι ο πιο συνεπής στην απαισιοδοξία του λογοτέχνης μας. Οι ήρωές του συνθλίβονται ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες - την επιθυμητή και την πραγματική - και κάθαρση δεν υπάρχει. "Με όλο το πεζογραφικό του έργο" γράφει ο Β. Αθανασσόπουλος, "περιγράφει από την θετική της άποψη μια ουτοπία.. Μέσα από μια τραγική προοπτική - ή πρόθεση - αποκαλύπτει την έλλειψη ανταπόκρισης και ακριβούς εξωτερικής ή και εσωτερικής αντιστοιχίας ανάμεσα στα γεγονότα, τις σκέψεις, τα όνειρα και φυσικά ανάμεσα στα λόγια των χαρακτήρων." 
       Μπορεί η τραγικότητα αυτή να κατάγεται από αλλού -π.χ. την αρχαία τραγωδία. Ωστόσο, σε έναν αιώνα πολύ αισιόδοξο, με τους επιστήμονές του και τους θετικιστές φιλοσόφους του (στους οποίους μαθήτευσε ο Βιζυηνός) μόνον ο Schopenhauer κήρυξε το ευαγγέλιο της απαισιοδοξίας. Είναι η πιο κοντινή πηγή. Χρονικά και τοπικά θα ήταν δύσκολο για τον Βιζυηνό να μην συναντηθεί με την σκέψη του Γερμανού. Το ότι δεν αναφέρεται σε αυτόν, στα φιλοσοφικά του κείμενα, είναι απλό να εξηγηθεί. Ο Schopenhauer δεν ήταν ποτέ δημοφιλής στους ακαδημαϊκούς κύκλους - μια παραπομπή σε αυτόν δεν θα ωφελούσε έναν υποψήφιο καθηγητή.
      Πρόκειται πραγματικά για δύο διαφορετικές πνευματικές προσωπικότητες:από τη μια ο  Βιζυηνός φιλόσοφος και από την άλλη ο Βιζυηνός λογοτέχνης. Ο ένας ευρωπαίος, ορθολογιστής, θετικιστής, αισιόδοξος, με πίστη στην επιστήμη και τα πειράματα των δασκάλων του - ο άλλος απαισιόδοξος, ανατολίτης, μελαγχολικός μοιρολάτρης, όλο πάθος και συναίσθημα. Αλλά και ο Schopenhauer υπήρξε ο πιο ανατολίτης από τους ευρωπαίους φιλοσόφους. Διότι, ενώ οι άλλοι έψαχναν την γνώση σαν συνεπείς Δυτικοί, αυτός αναζητούσε την λύτρωση - την οποία άλλωστε βρήκε στην σκέψη της ανατολής.
      Η διχασμένη προσωπικότητα του Βιζυηνού αντιπροσωπεύει την διπλή πραγματικότητα που περιγράφει ο Schopenhauer. Ο Βιζυηνός φιλόσοφος είναι ο κόσμος σαν παράσταση - ενώ ο λογοτέχνης αντιστοιχεί στη σκοτεινή βούληση,την υπόγεια μοίρα που τελικά τον κέρδισε ολόκληρο.
 www.hellenicaworld.com/ Νίκος Δήμου

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Το πικρόν της ζωής του ταξείδιον

 Είναι δυνατόν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας να οδηγήσει έναν άνθρωπο -και μάλιστα επιφανή λόγιο- στο φρενοκομείο και στο θάνατο; Πρόκειται για επιπόλαιη εκτίμηση. Προφανώς υπάρχει προδιάθεση, που με κάποια αφορμή εκδηλώνεται μ' αυτή τη δραματική κατάληξη.
         Είναι η περίπτωση του Γεωργίου Βιζυηνού, που 115 χρόνια από το θάνατό του (15 Απριλίου 1896, στα 47 του), έχει επιβιώσει ως ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες, τα έργα του οποίου διαβάζονται, παρουσιάζονται σε θεατρικές, κινηματογραφικές, τηλεοπτικές μεταφορές - διδάσκουν και τέρπουν. Πρόκειται για έργα που συνδυάζουν «με πρωτότυπο και αριστουργηματικό τρόπο τη ρεαλιστική με την ψυχογραφική εμβάθυνση» (κατά το λήμμα του «Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδ. «Πατάκη»).
           Ως ποιητής, και μάλιστα βραβευμένος, ξεκίνησε και ήθελε να καταξιωθεί, αλλά τελικά είναι ο πεζογράφος που επικράτησε. «Χωρίς διάθεση παραδοξολογίας, θα μπορούσα να πω ότι η πνευματική ιστορία του Βιζυηνού είναι η ιστορία ενός ποιητή που αποδεικνύεται πεζογράφος», γράφει ο Παναγιώτης Μουλλάς («Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός»). Τα ποιήματά του, ωστόσο, παιδικά σ' ένα μεγάλο μέρος, σημάδεψαν τα μαθητικά μας χρόνια - μερικά και ως τραγούδια, μαζί με άλλα, μελοποιημένα από συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Σπανός («Παιδί μου ώρα σου καλή») και ο Νίκος Ξυδάκης.
           «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποίος ο φονεύς του αδελφού μου», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Ο Μοσκώβ Σελήμ», τα γνωστά του διηγήματα-διαμάντια («Έλληνα Ντοστογέφσκι», τον αποκαλεί ο Αγγελος Σικελιανός), με μια θελκτική καθαρεύουσα (και το κρίμα στο λαιμό όσων ρέπουν προς τους μεταγλωττισμούς), με τους διαλόγους μεταξύ απλών ανθρώπων στη δημοτική - που σημαίνει ότι γνώριζε άριστα και τις δύο.
           Ωστόσο, ο βίος του δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχής. Γεννημένος στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ορφανός από πατέρα στα 5 του, κατάφερε ωστόσο, προστατευόμενος, να σπουδάσει, κυρίως στο εξωτερικό, αρχικά σε θρησκευτικές σχολές, στη συνέχεια φιλοσοφία, για να καταλήξει υφηγητής φιλοσοφίας στην Αθήνα και καθηγητής δραματολογίας στο Ωδείο. Εκεί γνώρισε και τη δεκατετράχρονη μαθήτριά του, Μπετίνα Φραβασίλη, που υπήρξε ο πλατωνικός του έρωτας.
           «Όλα τα όνειρα συγκεντρώνονται επάνω της. Ο παλιός κλονισμός έχει βαθειά ταράξει τη διανόηση του ποιητού», γράφει ο Νικόλαος Βασιλειάδης («Εγκώμιον Γ. Βιζυηνού»). Η κατάστασή του με τον καιρό χειροτερεύει. Ήταν τον Μάρτιο του 1892 να  γίνει προς τιμήν του μια εκδήλωση στον «Παρνασσό». Μια εβδομάδα νωρίτερα όμως, καταλαμβάνεται από κρίση: «Ήταν στην όψη ωχρός, είχε φυσιογνωμίαν αγριωπά αλλοιωμένην, στα μαύρα μάτια του σαν ένας κόσμος ξωτικός να σπιθοβολούσε και να ζητή να τον αφήσουν μόνον, να πάγη στην παρθένα ερωμένη του και να στιχουργή προχείρους στίχους, να ζητή άνθη, πολλά άνθη, να ράνη, να στεφανώση τους γάμους του». Ο δρόμος για το φρενοκομείο είχε ανοίξει. Για τον κόσμο των γραμμάτων ήταν πλέον νεκρός. Αλλά είχε και καλές στιγμές.
           Σε τέτοιες στιγμές έγραψε το ποίημα που αρχίζει με το στίχο «Μέσ' στα στήθια μου η συμφορά» και καταλήγει με το περίφημο δίστιχο «μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου...». Εκεί στο Δρομοκαΐτειο άφησε την τελευταία του πνοή («συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως», ενώ αναφέρεται και μια σύφιλη, που είχε αρπάξει στη Γερμανία). Ιδού πώς περιγράφει τις τελευταίες του ημέρες ο Γεώργιος Δροσίνης:
           «Τρελός ησυχώτατος, εντελώς ακίνδυνος, και γι' αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα μ' έναν φύλακα γύρω στα πεύκα. Δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεώς του κ' ενόμιζε πως αυτός ήτον ο φύλακας κι' ο φύλαξ ήτον ο τρελός, που τον είχαν εμπιστευθή στη φύλαξή του. Και τον παρηγορούσε, πως θα γίνη καλά γρήγορα και πως, όταν θα γυρίση στην κοινωνία, θα του δώση θέση στα μεταλλεία του! Γιατί μέσα στην τρέλα του είχε καρφωτή ιδέα για κάποια μεταλλεία δικά του στη Θράκη, που θα τον έκαναν αφάνταστα πλούσιον!
           »Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο, που παραχώρησεν ο Δήμος Αθηναίων, κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου, λίγο παρέκει από το Λυσικράτειο μνημείο Καραπάνου. Η Ιφιγένεια Συγγρού, που τον συμπαθούσε πολύ, μας έδωσεν όσα χρειάστηκαν για να εξασφαλίσωμε τον τάφο με μια μαρμάρινη πλάκα κ' ένα μαρμάρινο περίζωμα. Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους κι' ο Παλαμάς το διάλεξε:
           »Κι' αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια».
Ελευθεροτυπία,Δημήτρης Γκιώνης

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν

           Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, στις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Δυστυχώς, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος σαν αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».
            Οπωσδήποτε, η Βούλα περίμενε την επίσκεψη του γιατρού για την Κυριακή. Από το πρωί βρισκόταν σε πυρετική προσμονή του βραδινού περίπατου. Τόσο πολύ πεθυμούσε να ιδεί το φίλο της εκείνο το βράδυ, που τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει. Στο σαλόνι, όπου πήγε με το Γιώργο, ήρθε κι η Νίτσα.
         Ευτυχώς γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει μια συνομιλία, με την αγωνία που τη σύνεχε. Είπε μόνο δυο-τρεις λέξεις· διαρκώς στριφογύριζε στην καρέκλα της, φανερά νευριασμένη κι ανυπόμονη. Όταν το ρολόι χτύπησε εφτά, χωρίς να δικαιολογηθεί, βγήκε απ' την κάμαρα, σα να πήγαινε για δυο λεπτά κάπου. Και ξαναγύρισε στις εννιά.
           Χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού της, ήξερε τι την περίμενε· μα ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πάντα με απόλυτη ψυχραιμία. Μήπως δυο ολόκληρες ώρες δε γνώρισε την πιο τέλεια ευτυχισμένη γαλήνη κοντά στον αγαπημένο άντρα; Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;
           Φαίνεται πως η φασαρία που ακολούθησε το ξεπόρτισμά της ήταν γενναία. Ο Γιώργος γίνηκε κατακίτρινος κι έφυγε απειλώντας γη και ουρανό. Η Παπαδέλαινα μάταια προσπάθησε να τον γαληνέψει, γεμίζοντάς τον εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις. Σαν έμεινε μόνη έπεσε σε νευρική κρίση, που είχε αντίχτυπο στις δυο μικρές της κόρες. Πάνω στη συναυλία των γοερών κλαμάτων κατέφθασε ο Χρίστος στο τσακίρ-κέφι· τα είχε κοπανήσει στο Πασαλιμάνι, με την παρέα του. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα άρχισε να βλαστημάει Χριστούς και Παναγίες, απειλώντας πως θα κόψει τα ποδάρια της παλιοβρώμας της αδερφής του και του «τοιούτου» αγαπητικού της. Από αντανάκλαση ο Κωστάκης ούρλιαζε, χωρίς να ξέρει γιατί. Η υπηρέτρια κλείστηκε στην κουζίνα, με τρομαγμένα σταυροκοπήματα· κι οι γειτόνοι βγήκαν στα παράθυρα.
        Απάνω στην ώρα έφτασε η Βούλα. Μόλις την αντίκρισε, ο Χρίστος εξαγριώθηκε. Τη στρίμωξε σε μια γωνιά, και με μούτρο αναμμένο άρχισε να τη βρίζει καπηλικά. Από το στόμα του βγήκε ένας περαιώτικος οχετός βρωμερός, ασφυχτικός και τόσο αναπάντεχος, που η Βούλα σάστισε. Μα γρήγορα ξανάβρε την ψυχραιμία της, τη θωρακισμένη με τη γενικότερη αδιαφορία για ό,τι δεν αφορούσε την αγάπη της. Σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε ήρεμα, δίχως κακία, ίσως με κάποια θλίψη:
 - Είσαι πιωμένος, Χρίστο, και δε σε συνερίζομαι...
           Ο αδερφός φούντωσε από τη λύσσα του.
 - Α! Ώστε έχεις μούτρα και με βρίζεις, παλιοβρώμα! Είμαι μεθυσμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται! Δε φτάνει που κατάντησες έτσι, μα βγάζεις και γλώσσα στον αδερφό σου! Θα σου δείξω εγώ!
           Είχε τέτοια συναίσθηση πως ήταν άτρωτη από κάθε κακό, έξω από την αγάπη της, που ξανασήκωσε τους ώμους.
  - Τι θα μου δείξεις; μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Μα ο Χρίστος το πήρε αλλιώς. Χάνοντας ολότελα τον έλεγχο του εαυτού του, της τράβηξε δυο γερά χαστούκια.
 - Να, σκύλα ξαναμμένη! Να σε μάθω να μου βγάζεις γλώσσα!

        Αυτό δεν το περίμενε. Το τράνταγμα ήταν τόσο δυνατό, που έμεινε σαστισμένη, ζαλισμένη, με μια βοή στ’ αυτιά. Γρήγορα όμως συνήρθε. Ορθώθηκε, όσο της επέτρεπε το μικρό κορμί της, μα ο θυμός της ήταν τέτοιος, που φάνηκε πελώρια. Το πρόσωπό της γίνηκε φλουρί· τα καστανά μάτια της πετούσαν μαύρες φωτιές.
 - Άκου να σου πω, είπε με φωνή δυνατή και ξεκάθαρη. Αν νομίζεις πως θα πουλήσω την τύχη και το κορμί μου, μικρέ παλιάνθρωπε, για να γίνουν τα κέφια σου, είσαι γελασμένος. Σ' το λέω εσένα, και να το ακούσουν όλοι! Πόρνη δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, και μάλιστα για σας, πεινασμένοι λύκοι! Αν πάρω το Γιώργο -που δε θα τον πάρω ποτέ- να το ξέρετε: το καθήκον μου, σαν τίμια σύζυγος, με προστάζει ένα πράμα: να υπερασπιστώ την περιουσία του άντρα μου από τα νύχια σας! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σας δώσει ούτε μια πεντάρα! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!
           Προχώρησε κατά πάνω του απειλητική, με σαγόνια και γροθιές σφιγμένες.         
- Όσο για σένα, μικρέ εκβιαστή, που τόλμησες να σηκώσεις άδικο χέρι πάνω στη μεγάλη αδερφή σου, σε σιχαίνομαι! Είσαι πολύ χαμηλός ανθρωπάκος! Φύγε από μπροστά μου!
           Το πρόσωπο, η φωνή, τα λόγια της ήσαν τόσο τρομαχτικά, που ο νεαρός μεθυσμένος τα ‘χασε. Χωρίς να μιλήσει, με κεφάλι κατεβασμένο οπισθοχώρησε, πήρε το καπέλο του, ροβόλησε τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο χτυπώντας την πόρτα με μανία. Κατάλαβε πως νικήθηκε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, αφού είχε το δίκιο με το μέρος του...
 users.sch.gr/papangel

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Σώτη Τριανταφύλλου :"Η Ελλάδα, ένα νεκροταφείο ιδεών, ένα σκουληκιασμένο κεράσι"

         Αθήνα, Χημείο. Ξυπνούσα νωρίς· πάντα είχα λόγους να ξυπνάω νωρίς. Kάθε μέρα επαναλάμβανα στον εαυτό μου: «Πρέπει να σπουδάσω, πρέπει να προχωρήσω»· σπατάλησα τέσσερα –σχεδόν πέντε– χρόνια στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας, ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς ζηλωτές: μαθήματα δεν γίνονταν· τα εργαστήρια αναβάλλονταν για την «άλλη» εβδομάδα· γίνονταν συνελεύσεις, πολιτικές εκδηλώσεις, παρατεταμένες, αδιέξοδες συζητήσεις, όπου, συχνά, η βία που υπόβοσκε ξεσπούσε με τρόπους αναπάντεχους.
         Στήναμε καβγάδες, δήθεν πολιτικούς' οι αμπεχονοφόροι φοιτητές έκαναν αποχές και καταλήψεις. Δεν τολμούσες να τους αντιμιλήσεις· δεν ήξεραν τι είναι δημοκρατία, ούτε σκόπευαν να μάθουν· ίσως είχαν ακούσει κάτι για τη Γαλλική Επανάσταση, κάτι για την Κομμούνα του Παρισιού, για την κατάληψη της Βαστίλλης. Οι περισσότεροι καθηγητές είχαν συνεργαστεί με τη χούντα και δεν πατούσαν το πόδι τους στη σχολή από φόβο μήπως τους ρίξουμε αυγά ή τους δολοφονήσουμε: τα ένστικτα ήταν θηριώδη.
       Οι φοιτητικές συνελεύσεις διαρκούσαν ολόκληρες μέρες (και νύχτες)· κανείς δεν ενδιαφερόταν για το περιεχόμενο των σπουδών, για το κτιριακό μας χάλι, για τη γενική ελεεινότητα: την οικονομική και αισθητική· για τη σύγχυση του μυαλού και τη ρυπαρότητα των σωμάτων. Ωμή αναρχία εξαπολύθηκε στην οικουμένη· κάποια αποκάλυψη πλησιάζει· στροβιλίζονται οι σκιές των πουλιών. Οι περισσότεροι άνθρωποι στράφηκαν στον κομμουνισμό σε περιόδους φασισμού. Οι αντιφασίστες ταυτίστηκαν με τους κομμουνιστές· οι κομμουνιστές έγραψαν την Ιστορία: την Ιστορία που δεν τη γράφουν οι νικητές· τη γράφουν οι ηττημένοι.
           Ένιωθα ότι ζούσα σε μια μικρογραφία ολοκληρωτικού καθεστώτος, σε συνθήκες σοσιαλφασισμού, μαζικής τρομοκρατίας: έβλεπα τον εαυτό μου σαν τον Ιβάν Ντενίσοβιτς· αριθμός μητρώου κρατουμένου: ΙΙΙ-854. Οι κομμουνιστές –κινεζόφιλοι, σοβιετόφιλοι, ρουμανόφιλοι, τροτσκιστές– μου φαίνονταν εν δυνάμει πολιτικοί εγκληματίες: ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν εναντίον των τυράννων τα μέσα των τυράννων.
            Οι περισσότεροι έκαναν λόγο για «κομματικά καθήκοντα», για «κουμπούρια», για τη «διχτατορία» που θα εγκαθιστούσε το προλεταριάτο… τόνιζαν επιδεικτικά το «χ»· χρησιμοποιούσαν απειλητικές λαϊκές εκφράσεις: «έχω ράμματα για τη γούνα σου», «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»· «φωτιά και τσεκούρι»· μιλούσαν με τρόπο κακόηχο, γλαφυρό: «τα σκυλιά του ιμπεριαλισμού», «με βουβό πόνο αποχαιρετήσαμε τον μπουρλοτιέρη του ΕΛΑΣ...», «οι λακέδες της μπουρζουαζίας»· ενδιαμέσως, ακούγονταν λέξεις της ορεινής επαρχίας, του αγροτικού παρελθόντος. 
         Τα μέλη του «Ρήγα Φεραίου» συμπεριφέρονταν με περισσότερη ηπιότητα· όμως, πώς να συμφιλιωθείς με τόσες αυταπάτες; Όσο για τους τροτσκιστές, ήταν σημαδεμένοι από τη μνήμη του θύματος· δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να επιδείξουν το στρατιωτικό τους πνεύμα, το πόσο λίγο διέφεραν από τους λενινιστές. Καμιά φορά, όταν τους έβλεπα να πουλάνε την «Εργατική πάλη» έξω από το κτίριο του Χημείου, τους χαμογελούσα· μου χαμογελούσαν κι εκείνοι· το βεβιασμένο χαμόγελο του πουριτανού κομμουνιστή.
          Απέφευγα εκείνους που πουλούσαν τη «Ρήξη» και το «Οδόφραγμα»· η παρδαλή, πολεμοχαρής ορολογία της άκρας Αριστεράς: κοινωνικό μίσος, αδιαλλαξία· ο συνασπισμός των ηλιθίων. Κάθε μέρα σκεφτόμουν: πρέπει να φύγω από την Ελλάδα· να φύγω, να φύγω για πάντα. Μικρή πόλη, μεγάλη κόλαση. Να σταθώ στο κέντρο του κόσμου, διαπερασμένη από τις ακτίνες του ήλιου: ποιο όμως ήταν το κέντρο του κόσμου; Το ότι έβηχα οφειλόταν στην ασφυκτική, την επαρχιακή ατμόσφαιρα της Αθήνας· ο βήχας, οι υποτροπιάζουσες κρίσεις βρογχοπνευμονίας ήταν μια μεταφορά, ένας συμβολισμός: άνοιξε το παράθυρο... ν’ αναπνεύσω... Υour TV sheets…

        Την ημέρα που πήρα πτυχίο, φόρτωσα όλα μου τα υπάρχοντα στο τρένο: βιβλία, δίσκους βινυλίου, μπαλωμένα μπλουτζίν, παλιά τεύχη του περιοδικού “Pop”, του “Creem” και του “Salut les copains”· όλα εκείνα τα φτωχικά πράγματα που πρόσβαλλαν τα κομμουνιστικά θέσμια του πατέρα μου μαρτυρώντας ότι είχα παρασυρθεί από τον αμερικανικό τρόπο ζωής κι ότι βυθιζόμουν στο σεξ, τα ναρκωτικά και στο ροκ εντ ρολ. Πράγματι: βυθιζόμουν στο σεξ, στα ναρκωτικά και στο ροκ εντ ρολ. Και αναδυόμουν με τρόπο εξαίσιο. Έφυγα με το τρένο.
          Γύρω μου εκτυλισσόταν η εποχή της μεταπολίτευσης· ζω πίσω απ’ τον κόσμο, σκεφτόμουν· ανάμεσα σε ανθρώπους που απεργάζονται μια επανάσταση χωρικών· δεν έχω καμιά θέση εδώ, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω. Αλλά δεν μπορούσα να φύγω· έβγαζα λιγοστά χρήματα μεταφράζοντας και διδάσκοντας αγγλικά και γαλλικά σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών· έτρεχα από το ένα φροντιστήριο στο άλλο –από το Παγκράτι στα Λιόσια κι έπειτα στην Πλατεία Μαβίλη– μ’ ένα μηχανάκι πενήντα κυβικών που έκανε θόρυβο σαν να επρόκειτο να διαλυθεί. Σκεφτόμουν: τι θ’ απογίνεις, σ’ όλη σου τη ζωή θα δουλεύεις στα φροντιστήρια; Τι θ’ απογίνεις; Για να συμπληρώσω το εισόδημά μου, μετέφραζα λήμματα για ζωολογικές και φυτολογικές εγκυκλοπαίδειες: Καμηλοπάρδαλις, προκύων ο πλύντης, αίλουρος ο λαμπρός, πετούνια, αζαλέα... Και: τι θα κάνεις με το πτυχίο της Φαρμακευτικής, ποιος θα σε βοηθήσει να σπουδάσεις κάτι άλλο;
           Θυμάμαι τα χρόνια στη Φυσικομαθηματική σαν μια ξέφρενη κούρσα: έπαιρνα μαθήματα δι’ αλληλογραφίας γύρω από διάφορα γνωστικά αντικείμενα, συσσώρευα πτυχία και πιστοποιητικά σπουδών· όλες μου οι αιτήσεις για υποτροφίες έγιναν δεκτές, αλλά μετά από τόσο μεγάλο κόπο, ώστε δεν είχαν πια καμιά αξία. Και παρ’ όλ’ αυτά, πίστευα –το πιστεύω ακόμα– ότι η γνώση είναι αυτοσκοπός: δεν σπουδάζεις «για να...», σπουδάζεις «επειδή...».      
      Τι σκεφτόμουν εκείνον τον καιρό: Δεν είμαι σαν εσένα, δεν θα γίνω ποτέ σαν εσένα. Η Ελλάδα, ένα νεκροταφείο ιδεών, ένα σκουληκιασμένο κεράσι.
Σώτη Τριανταφύλλου

Aποφθέγματα του Κίργκεγκορ


  • Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους.
  • Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.
  • Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.
  • Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.
  • Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.
  • To πλήθος είναι το αντίθετο της αλήθειας.
  • H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας.