"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Γιώργος Θεοτοκάς,«Τετράδια ημερολογίου 1939-1953»

1. Να κάνεις τίμια εκείνο που η συνείδησή σου σού ορίζει ως χρέος απέναντι στο σύνολο, στο οποίο ανήκεις. Η συνείδηση του κοινού χρέους είναι πάλι η καλύτερη βάση, για να στηρίξεις το άτομό σου μες στη θύελλα.Ό,τι αναποδιά κι αν σου τύχει, να κρατάς καλά την ατομική σου αξιοπρέπεια  και τούτο κατά πρώτο λόγο, για να μη στερήσεις τον εαυτό σου από τη μόνη σίγουρη ευχαρίστηση που σου απομένει.

 2. Να βοηθείς, όσο περνά από το χέρι σου, τους ανθρώπους. Να μη γελιέσαι όμως, να μη νομίζεις πως κάνεις κάτι σπουδαίο ή πως σου χρωστά κανείς την παραμικρή ευγνωμοσύνη.

 3. Να διατητηρείς πάντα μέσα σου μια περιοχή που δεν τη φτάνει η μάνητα του κόσμου και όπου, σαν τελειώνεις με τα χρέη σου και τους εξωτερικούς σου αγώνες, θα μπορείς όποτε θες να ξαναβρίσκεις το δαίμονα. Από κει θα αντλείς δύναμη αστείρευτη, παρηγοριά, υψηλοφροσύνη ή περιφρόνηση, ανάλογα με τις ανάγκες σου σε κάθε περίσταση.

 4. Να συνεχίζεις αδιάκοπα, όσο τούτο είναι μπορετό, τη δουλειά που θεωρείς ως τον κύριο προορισμό σου στον κόσμο (τέχνη, επιστήμη, διοίκηση, βιοτεχνία ή ό,τι άλλο), δηλαδή ως τη στιγμή που τούτο είναι υλικά ακατόρθωτο, λ.χ. πέφτουνε μπόμπες στο σπίτι σου ή συμβαίνουν άλλα εμπόδια ανυπέρβλητα. Να καταγίνεσαι ψύχραιμα με τη δουλειά σου, να τη σκέφτεσαι, να την καλυτερεύεις, να καταστρώνεις σχέδια χωρίς να φοβάσαι τις μεγάλες προθεσμίες, σα να είχες μπροστά σου μια ζωή σίγουρη, ειρηνική και απερίσπαστη. Ό,τι προφτάσεις θα είναι κέρδος.
www.kathimerini.gr/

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Αζίζ Νεσίν, Σώπα μη μιλάς !

Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή
κόψ' τη φωνή σου
 σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
 Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα,γέλαγα,έπαιζα μου λέγανε:
"σώπασε".

 Στο σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
 μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!"

 Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ....σώπα!"

 Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
 η σιωπή του μικρού.
 Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρεις το μπελά σου, σώπα".

 Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
 κάνε πως δεν καταλαβαίνεις ,σώπα"


Παντρεύτηκα , έκανα παιδιά ,
 η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική
και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε "Σώπα".

 Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα"


Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.

Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
και μαζευτηκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα , μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν'την να σωπάσει.
Κόψ'την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.
και δεν θα μιλάς ,
θα γίνεις φαφλατάς ,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ'την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω΄
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψιθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!...
tvxs.gr

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο νόμος του ισχυρού!

          Κάποτε στην ζούγκλα έπεσε πανούκλα και τότε αποφάσισαν τα ζώα να βρουν τον πραγματικό ένοχο για να τον δικάσουν, να τον καταδικάσουν, για να εξιλεωθούν στους Θεούς. Συγκροτήθηκε λοιπόν δικαστήριο με πρόεδρο τον λέοντα, συνέδρους τον λύκο και την τίγρη, η αλεπού ήταν ο εισαγγελέας και ο όφις ο γραμματεύς. 
        Τότε σηκώθηκε πρώτος ο λέων και είπε, «Αφού πρέπει όλα να τα πούμε, θα πω και εγώ την αμαρτία μου. Κάποτε κατασπάραξα κάποιους κυνηγούς!!» 
        Πετάγεται ο εισαγγελέας, η αλεπού: «Ω ! Μεγαλειότατε! Οποίαν τιμή που τους περιποιηθήκατε με αυτόν τον τρόπο!Τι άλλο μπορούσαν να ελπίζουν από το να κατασπαραχθούν από τον βασιλιά των ζώων;»Χειροκροτήματα στη ζούγκλα, αθώος ο λέων! 
      Σηκώνεται και ο λύκος: «Εγώ εκτός από τα πρόβατα έφαγα και τους βοσκούς!» «Ω! Μεγαλειότατε!» ξαναλέει η αλεπού «οποία ευσπλαχνία! Τι θα έκαναν οι τάλανες χωρίς τα πρόβατα τους;» Αθώος και ο λύκος!!
       Κάτι ανάλογο είπε και η τίγρης, ώσπου στο βάθος των ζώων, ένας ταπεινός, φτωχός γεροντάκος, πεινασμένος, ψωραλέος γαϊδαράκος κατόρθωσε και σηκώθηκε στα πόδια του και λέει: «Αφού τα λέμε όλα, θα πω και εγώ την αμαρτία μου: κάποια φορά πεινούσα, το αφεντικό μου είχε θερίσει το χωράφι και δεν είχα να φάω. Ο διπλανός είχε ακόμη χορτάρι και τότε, όπως ήταν δροσερό άπλωσα τη γλώσσα μου και άρπαξα μια δύο, ίσως και τρεις χούφτες χορτάρι»… 
      Τότε σηκώθηκαν όλοι όρθιοι έξαλλοι και λένε: «Αυτός είναι ο ένοχος! Τόλμησες να απλώσεις τη γλώσσα σου στο ξένο χορτάρι!» και τον κατασπάραξαν τον γαϊδαράκο… 

 Ζαν Ντε Λα Φοντέν (1621-1695), Γάλλος ποιητής και διηγηματογράφος 
 www.youkoufme.gr

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Η θρησκεία υποκινεί το μίσος;

          Νασρίν: Η θρησκεία με πλήγωσε με πολλούς τρόπους. Εξαιτίας της, τα βιβλία μου απαγορεύτηκαν και κάηκαν. Εξαιτίας της, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον μου. Εξαιτίας αυτών των ενταλμάτων, αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι μου. Στην ίδια μου τη χώρα, αναγκάστηκα μέσα στη μαύρη νύχτα να βρω καταφύγιο για να κρυφτώ.
     
               Οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές με καταδίωκαν να με σκοτώσουν, με σπάθες, με τσεκούρια και πιστόλια, ακόμη και με ερπετά,με σκοινιά που ήθελαν να περάσουν στο λαιμό μου. Ήθελαν να με κρεμάσουν. Αφότου δημοσιεύτηκε η «φάτουα», όποιος με σκότωνε θα παρέμενε ελεύθερος, θα έπαιρνε μια αμοιβή και θα είχε εξασφαλίσει τον Παράδεισο. Εν συντομία, η θρησκεία οδήγησε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων να θέλει να μου κόψει τη γλώσσα, να μου αρπάξει την πένα. Η θρησκεία μού απαγορεύει να διασχίσω τα σύνορα οποιασδήποτε μουσουλμανικής χώρας. Για πολύ καιρό, δεν είχα το δικαίωμα να ταξιδεύω στη δημοκρατική και κοσμική Ινδία, όπου τουλάχιστον θα είχα τη δυνατότητα να ζω με άλλους συμπατριώτες μου. Ακόμη και για την Ινδία είχα γίνει ένα μίασμα. Γιατί είχα ασκήσει κριτική στους ινδουιστές φονταμενταλιστές για τα άγρια εγκλήματά τους. Να τι είμαι σήμερα: μια ξένη στην ίδια μου τη χώρα, μια ξένη στη γειτονική Ινδία και μια ξένη στη Δύση.
             Η θρησκεία με οδήγησε σε έναν πνευματικό και δυνητικά σωματικό θάνατο. Ορισμένοι θα ισχυριστούν πως το πρόβλημα δεν είναι πραγματικά η θρησκεία. Θα πουν πως μόνο μια μικρή ομάδα φανατικών έπαιξε αυτό το βρώμικο παιχνίδι. Κατά τη γνώμη τους, τα προβλήματά μου προκλήθηκαν απλώς από μερικούς τρελούς που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν πολιτικά τη θρησκεία για δικό τους όφελος, πως αυτοί οι φανατικοί είναι ανόητοι που ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο τα θρησκευτικά κείμενα. Όμως εγώ δεν κάνω καμία διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία και το  θρησκευτικό φανατισμό.
             Φουρέστ: Εγώ προσπαθώ να διακρίνω αυτή τη διαφορά. Οι φανατικοί σε καταδιώκουν στο όνομα της θρησκείας. Ένα κείμενο ή κάποια βιβλία δεν καταδιώκουν από μόνα τους κάποιον. Χρειάζεται ένα χέρι, ένα σώμα και έναν εγκέφαλο, για να το μετατρέψει σε εργαλείο καταδίωξης. Οι εξτρεμιστές καταπιέζουν τόσο εύκολα στο όνομα της θρησκείας επειδή ο θρησκευόμενος εμπεριέχει μέσα του τον πειρασμό να αισθάνεται ανώτερος από τους άλλους, να θεωρεί ότι κατέχει την απώτατη αλήθεια και επομένως να περιφρονεί όσους έχουν διαφορετική άποψη ή πίστη. Από αυτή την άποψη θεωρώ τη θρησκεία σαν τον κρίκο της αλυσίδας που λείπει ανάμεσα στην πνευματικότητα και στον φανατισμό. Το γεγονός μάλιστα ότι μια ιδεολογία ακουμπά πάνω σε μια φενάκη, σκοπός της οποίας είναι να είναι ιερή, την καθιστά μισαλλόδοξη και δεν επιθυμεί την κριτική ή το διάλογο. Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην πίστη και την πεποίθηση. Η πεποίθηση μπορεί να συζητηθεί, είναι ανοικτή στο διάλογο ή στην αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Η πίστη δεν συζητά τίποτε: υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν και όσοι δεν πιστεύουν.
             Όσο για το νόημα της ζωής, ανεξάρτητα από την όποια θρησκεία, οφείλουμε να το υπερασπιζόμαστε αναφερόμενοι στο γενικό καλό. Γιατί ο ουμανισμός είναι μια γλώσσα που ενώνει τους ανθρώπους αντί να τους χωρίζει. Συχνά οι πιστοί περιορίζουν τον ουμανισμό σε μια πολύ προσγειωμένη ιδεολογία, για να υπογραμμίσουν την υπερβατική πλευρά της πίστης. Όμως το να πιστεύεις στους ανθρώπους είναι μια υπέρβαση! Είναι εξαιρετικά διεγερτικό να βιώνεις αυτή την υπέρβαση και να μην τη μεταθέτεις σε έναν δημιουργό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μας απασχολεί το τι συμβαίνει πριν και μετά το θάνατο.
           Μπορούμε να είμαστε αγνωστικιστές ή πιστοί σε μια θρησκεία, σε μια ιερή δύναμη που δίνει νόημα στη ζωή και κυρίως στον θάνατο, αλλά να μην υποκύπτουμε στην αλαζονική στάση ότι εμείς έχουμε τη σωστή εξήγηση, η οποία οδηγεί εύκολα στην επιθυμία της κυριαρχίας. Αυτό προσάπτω κυρίως στους «θρησκευόμενους», αλλά δεν είμαι εναντίον της θρησκείας, με την έννοια ότι δεν περιφρονώ τους πιστούς. Δεν τα βάζω με κείνους που πιστεύουν σε μια συγκεκριμένη συνταγή για να πάνε στον Παράδεισο, χωρίς ωστόσο να επιδιώκουν να την επιβάλουν στους άλλους. Απορρίπτω την πολιτική πλευρά της θρησκείας, αλλά σέβομαι την πολιτισμική και πνευματική της πλευρά. Ίσως, επειδή σέβομαι a priori όλους τους πολιτισμούς και επειδή υπάρχουν πιστοί που δεν καταπιέζουν τους άλλους και μάλιστα αντλούν μέσα από τη θρησκεία τη δύναμη να γίνουν λίγο καλύτεροι.
            
        Νασρίν: Ορισμένοι γίνονται καλοί, γιατί το έχουν μέσα τους - παρ' όλο που ισχυρίζονται ότι τους βοήθησε σ' αυτό η θρησκεία. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν στην ηθική. Είναι καλοί, τίμιοι άνθρωποι. Ευχαριστούν γι' αυτό τη θρησκεία, αλλά δεν είναι αλήθεια: ποτέ η θρησκεία δεν έκανε κάποιον άνθρωπο καλό. Η επίδρασή της κάνει τους ανθρώπους κακούς. Η θρησκεία είναι γεμάτη μίσος, και ιδιαίτερα το Ισλάμ που προστάζει να σκοτώνουν τους άπιστους, να μισούν τους χριστιανούς, τους εβραίους, να χτυπούν τις γυναίκες τους όταν δεν τους υπακούουν κ.λπ. Η θρησκεία προορίζεται για τους άντρες, τους «μάτσο». Είναι θρησκεία μίσους και το μίσος φέρνει μίσος.
             Φουρέστ: Συμφωνώ στο ότι η θρησκεία ως πολιτικό σύστημα έχει την τάση να υποκινεί το μίσος, εναντίον των γυναικών, των άπιστων ή των πιστών που δεν ακολουθούν ακριβώς το ίδιο τελετουργικό. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα θρησκευτικό κείμενο και ένα ουμανιστικό κείμενο, όπως είναι το κείμενο Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι πως η διακήρυξη του 1948 δεν περιλαμβάνει παρά μόνο θετικές διατάξεις για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Είτε πρόκειται για την ελευθερία συνείδησης ή έκφρασης, για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των λαών, ή για την άρνηση των βασανιστηρίων, για το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης.
           Οι περισσότερες από αυτές τις αρετές προσβάλλονται από τα θρησκευτικά κείμενα. Για να τις καταστήσουν συμβατές, πρέπει να διαστρεβλώνουν ένα μέρος από αυτές τις διατάξεις, να τις ανασύρουν κάτω από τόνους άλλων που καλούν σε πόλεμο και μίσος. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται την ανάγκη να έλκονται από αυτούς τους παλαιούς μύθους. Επομένως πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί τους, μόνο και μόνο για να υποστηρίξουμε εκείνους που δεν είναι φανατικοί ή φονταμενταλιστές.
             Νασρίν: Σίγουρα υπάρχουν μετριοπαθείς μουσουλμάνοι, αλλά το Ισλάμ δεν είναι μετριοπαθές. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Ισλάμ και τον μουσουλμανικό φανατισμό ή στην καλύτερη περίπτωση υπάρχει διαφορά στο βαθμό, αλλά όχι στη φύση του.Οι υπερασπιστές του Ισλάμ υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να συγχέεται το Ισλάμ με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ότι το πραγματικό Ισλάμ δεν έχει καμία σχέση με τη βία. Όμως όλες οι αρχές του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού προέρχονται από το Κοράνι. Είναι μια ολοκληρωτική κατασκευή που οι μουσουλμάνοι νομικοί άντλησαν από φονταμενταλιστικά κείμενα του Ισλάμ. Οι φανατικοί, με περισσότερη λογική και συνοχή από τους δήθεν μετριοπαθείς μουσουλμάνους, έκαναν το Ισλάμ τη βάση μιας ριζοσπαστικής, ουτοπικής ιδεολογίας με στόχο να αντικαταστήσει την ελευθερία και τη δημοκρατία, ως κυρίαρχο σύστημα.
          Χωρίζουν τον κόσμο σε δύο μέρη: «τη γη των πολέμων» και «τη γη του Ισλάμ». Από τη μια είναι η  γη των άπιστων, όπου οι μουσουλμάνοι πρέπει να διεισδύσουν, να προσηλυτίσουν τον κόσμο και να αναπαραχθούν έως ότου γίνουν πολλοί. Έπειτα πρέπει να κηρύξουν τον πόλεμο, να νικήσουν και να επιβάλουν τη μουσουλμανική θρησκεία. Η ολοκληρωτική φύση του Ισλάμ εμφανίζεται με τον πιο έντονο τρόπο μέσα από την έννοια της «τζιχάντ», του ιερού πολέμου που στοχεύει την κατάκτηση του κόσμου και την υποταγή του στη μοναδική αληθινή πίστη, τον νόμο του Αλλάχ.

Συζήτηση μεταξύ της συγγραφέα από το Μπανγκλαντές, Τασλίμα Νασρίν, και της Γαλλίδας δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου επί σειρά ετών στο σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo», Καρολίν Φουρέστ.      
Βίκυ Τσιώρου/www.enet.gr

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Θόδωρος Τερζόπουλος: "Να μην κάνουμε μεγάλα όνειρα, ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος και δύσκολος".

Συνέντευξη του σκηνοθέτη, Θόδωρου Τερζόπουλου

Μ.Θ. -Η δεσπόζουσα ιδεολογία, ποια μπορεί να είναι σήμερα;
Θ.Τ. -Νομίζω ότι στην εποχή μας παρατηρούμε το τέλος της Ιστορίας, το τέλος των ιδεολογιών. Λέμε δημοκρατία και δεν ισχύει, λέμε σοσιαλισμός και γελάμε, λέμε κομμουνισμός και αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό. Μιλάμε για την ελευθερία.Όλοι αυτοί οι ορισμοί του εικοστού αιώνα, που έπαιξαν ένα ρόλο πολλές φορές θετικό και πάρα πολλές άλλες αρνητικό, πλέον δεν ισχύουν.
       Χρειάζεται επαναπροσδιορισμός. Χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε να δούμε μέσα μας, να κατακτήσουμε την αυτογνωσία, για να ξαναβρεθεί, ενδεχομένως, η μεγάλη ιδέα για την Τέχνη. Πρέπει ο καθένας από μας να κάνει το ταξίδι του, να γίνει ένας Οδυσσέας. Να φτιάξουμε ένα νέο κόσμο. Αρκετά περιχαρακωθήκαμε στα μικρά, στα ευτελή, στα ασήμαντα, στα ψυχοφθόρα, στα περιττά και στα θνησιγενή. Σε αυτά αναλωθήκαμε δεκαετίες, με τα ψέματα του life style. Το ψέμα, ως επικρατέστερος λόγος για την αλήθεια, συνέβη και αυτό! Συνέβη και στην Τέχνη. Όταν τα συζητούσα αυτά με το δάσκαλο και μέντορά μου Χάινερ Μίλερ, τότε κατάλαβα ότι ένας είναι ο δρόμος, ο δρόμος του βάθους. Γι’ αυτό και τον υπηρετώ. Να ξαναβρεθούν οι αρχές της αλήθειας.

 Μ.Θ. -Η σημερινή κρίση στην χώρα μας, εκτός από οικονομική, είναι κρίση ταυτότητας του σύγχρονου πολιτισμού;
Θ.Τ. -Η κρίση σήμερα είναι πρώτα πιστεύω, πολιτική, βαθύτατα ηθική, βαθύτερα πολιτιστική και λιγότερο οικονομική. Αν όλα αυτά τα χρόνια της καταστροφής, υπήρχαν δυνάμεις (δυστυχώς δεν υπήρχαν), που να δημιουργούσαν τον άλλο λόγο, το αντίδοτο και να συντηρούσαν κάποιες από τις πολιτισμικές αξίες, κάποιες αρχές σε εξέλιξη, τότε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού θα μπορούσε ν’ αντέξει την κρίση και μάλιστα να καλυτερεύσει. Αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν ήταν έτοιμη για την κρίση. Δημιουργήθηκε ένα νέο είδος πολίτη. Αυτό που λέγαμε «ελληναράς», είναι τελικά ο «μαζάνθρωπος», έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα. Πέρα από την εθνική ταυτότητα, έχει χαθεί η ταυτότητα με όλες τις αρχές και τις αξίες της ζωής. Η ταυτότητα που μας διαφοροποιεί από τον «μαζάνθρωπο» χάθηκε. Αυτή η μάζα χειραγωγείται και είναι έτοιμη να ξαναβρεί το νέο αρχηγό της για να γυρίσει πίσω το χρόνο, τότε που δούλευε λίγο και κατανάλωνε πολύ. Γιατί αυτό είναι το μοναδικό της κριτήριο και τίποτε άλλο.

Μ.Θ. -Πώς μπορεί ο σύγχρονος «ενεργός πολίτης» να αναχαιτίσει την καθοδική πορεία των πραγμάτων;
Θ.Τ. -Ο σύγχρονος ενεργός πολίτης καθεύδει. Ο λαός που έχει καταναλώσει εκατό φορές περισσότερα από αυτά που θα έπρεπε να καταναλώσει, σιγά-σιγά άρχισε ν’ αλλοτριώνεται. Και στην θέση του δεν είδα τον άνθρωπο, το λαό να διεκδικεί, ν’ αγωνίζεται, να μορφώνεται, να προοδεύει, να κοιτάει στο μέλλον. Γιατί αυτό είναι ο λαός. Το άλλο είναι η μάζα. Φτιάξανε (και αυτό είναι η μεγάλη καταστροφή) έναν λαό, στην πλειοψηφία του, ο οποίος δεν ξέρω πώς θα βγει από αυτό το αδιέξοδο. Μπορεί να βγει;

Μ.Θ. -Μήπως και η έννοια «λαός» δεν παράγει πλέον κανένα νόημα; Μήπως βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με το τέλος της ιστορίας των λαών;
Θ.Τ. -Πιθανότατα έχει κι αυτή η έννοια εκφυλιστεί, μαζί με τις άλλες, δημοκρατία, ελευθερία. Υπάρχει ένας απόλυτος, οριζοντίως, καθέτως, διαγωνίως, εκφυλισμός όλων των εννοιών, όλων των ιδεολογιών. Σαν να ζούμε δηλαδή, ένα τέλος που δεν τελειώνει ποτέ. Κι αυτό είναι ανησυχητικό πάρα πολύ. Διακρίνω στο βλέμμα νέων παιδιών την απόλυτη αγωνία.
        Η μάνα μου έβαφε το σπίτι άσπρο και μέτραγε συνεχώς τι έχουμε να φάμε. Δύο κιλά φακιές, ένα κιλό φασόλια, ένα τσουβάλι αλεύρι κι ένα κουτί ελιές κι έλεγε με αυτά θα περάσουμε το χειμώνα. Πρέπει να ξαναμετρήσουμε από την αρχή αυτά που έχουμε, αφού βάψουμε το σπίτι μας. Και πρέπει να το έχουμε καθαρό το σπίτι αυτή την εποχή και να μετράμε τα βιβλία μας, να λέμε αυτό χρήσιμο, αυτό άχρηστο. Όλο αυτό το περιττό, το άχρηστο, η ζωή η πλεονάζουσα, το πλεόνασμα, όλο το σκουπιδαριό πρέπει να πεταχτεί.
       Προτείνω να κοιτάξει μέσα του ο Άνθρωπος και να κοιτάξει και τον Άλλο. Και να γίνουν ομάδες, πυρήνες, που θα δουλεύουν πάνω στις αρχές της ζωής, της Τέχνης. Μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αλληλέγγυοι προσπαθούν να φτιάξουν μια δουλειά, μια κολεκτίβα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αυτός είναι. Ν’ αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο.
        Να μην κάνουμε μεγάλα όνειρα, ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος και δύσκολος. Πίσω μας έλεγε ο Μπρεχτ, είναι οι δυσκολίες των βουνών, μπροστά μας οι δυσκολίες των πεδιάδων. Εγώ θα το αναστρέψω και θα πω: πίσω μας είναι οι δυσκολίες των πεδιάδων, μπροστά μας οι δυσκολίες των βουνών. Ο συγκρουσιακός εαυτός μας να δημιουργεί γόνιμα έργα μέσα από μια γόνιμη ζύμωση-σύγκρουση, διαρκή, αέναη. Κι όταν οι άνθρωποι συμφιλιωμένοι με τον εαυτό τους, ο ένας με τον άλλο και με την ομάδα, αρχίζουν να δρουν, σίγουρα σιγά-σιγά η κοινωνία αλλάζει…Και πάνω από όλα τα μικρά παιδιά. Όλα αυτά ίσως φαίνονται ουτοπικά. Αλλά εγώ ήμουν μια ζωή ουτοπιστής κι αυτό μου έδωσε πολύ δύναμη κι έτσι διέσχισα τον κόσμο…
Μαρίκα Θωμαδάκη/ protagon.gr

Το νόημα της ελευθερίας στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη

     
          Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού αποτέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη, που αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής, κατά τον Kant.  Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας».
      Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέει:    «Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».    
       Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη, όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος.      
      Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά .Όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.    
     Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, τοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.    
      Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του, κατά την έκφραση του Αριστοτέλη .
 
      Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.    
      Το να κοιτάζει κανείς την άβυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού το αποκαλεί ο Καζαντζάκης Κρητική ματιά. Η παρομοίωση αυτή είναι εμπνευσμένη από τη «στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του ταύρου που σήμερα τον λέμε θεό». Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση.    
        Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας, «δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα, ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.    
        To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης  τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν, ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου.      
      Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο και στο Μαρξ . Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».    
        Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη. Ο Ντεκάρτ λέει χαρακτηριστικά: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ό,τι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.      
     Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο που λέγει: «Τας αυταρκείας καρπούς μέγιστος ελευθερία». Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούλησή του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία.Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
 www.kairatos.com.gr